- στυγόδεμνος
- -ον, Α(ποιητ. τ.) αυτός που μισεί τη συζυγική ζωή.[ΕΤΥΜΟΛ. < στύγος «μίσος» + -δεμνος (< δέμνιον «στρώμα, κρεβάτι»), πρβλ. φυγό-δεμνος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στυγόδεμνον — στυγόδεμνος hating marriage masc/fem acc sg στυγόδεμνος hating marriage neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)